ἀμείβω

ἀμείβω
ᾰμείβω (ἀμείβοντι coni.: aor. μειψεν, -ψαντες: med. ἀμείβεται; -όμενοι, -όμεναι, -ομένοις: fut. ἀμείψομαι: impf. ᾰμείβετο: aor. pass. pro med. ᾰμείφθη.
1
a exchangeἀντὶ δελφίνων ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάςP. 4.17
b pass

Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38

2 med. c. aor. pass.
a exchange

τι ἀντί τινος, ]νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι[ Pae. 4.15

b answer

ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.102

c. acc. dupl.,

τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.39

c requite

τὸ δἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι (i. e. ἀντιδίδοντας τῷ θεῷ τὸν ὕμνον ἀντὶ τῶν εἰς τὸν νικηφόρον εὐεργεσιῶν Σ.) I. 1.53
d surpass

γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον P. 6.54

e part. in turn, by turn

τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ P. 4.93

χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν ἀμειβόμενοι of oxen (τοὺς πόδας ἐναλλάσσοντες Σ.) P. 4.226

καρποφόροις ἁρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι, τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.9

3 dub., ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musurus: ἐναμείβοντι codd.) N. 11.42

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμειβώ — ἀμειβώ ( οῡς), η (Μ) [ἀμείβω] αμοιβή …   Dictionary of Greek

  • ἀμείβω — change pres subj act 1st sg ἀμείβω change pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμείβω — αμείβω, άμειψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — άμειψα, αμείφτηκα 1. ανταμείβω, βραβεύω: Για τις υπηρεσίες του αυτές δεν αμείφτηκε. 2. η μτχ. ενεστ. στον πληθ., οι αμείβοντες σημαίνει δύο δοκάρια που έχουν συνδεθεί σε σχήμα Λ και τα οποία, στερεωμένα στο κατάστρωμα του πλοίου, χρησιμεύουν,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμείβῃ — ἀμείβω change pres subj mp 2nd sg ἀμείβω change pres ind mp 2nd sg ἀμείβω change pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμείψασθε — ἀμείβω change aor imperat mid 2nd pl ἀ̱μείψασθε , ἀμείβω change aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀμείβω change aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμείψουσι — ἀμείβω change aor subj act 3rd pl (epic) ἀμείβω change fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμείβω change fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμείψουσιν — ἀμείβω change aor subj act 3rd pl (epic) ἀμείβω change fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμείβω change fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειβομένω — ἀμείβω change pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἀμείβω change pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειβομένων — ἀμείβω change pres part mp fem gen pl ἀμείβω change pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”